- εξαρσιγενής
- ης, ες геол возникший в результате поднятия земной поверхности; тектонический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαρσιγενής — ές γεωλ. αυτός που σχηματίστηκε με έξαρση τής εδαφικής επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξαρση + * γενής (< γένος) τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ευ γενής, πτυχωσι γενής)] … Dictionary of Greek